Κίνδυνοι από την κατανάλωση ψαριού

Τα περισσότερα περιστατικά λοιμώξεων από την κατανάλωση ψαριών, οφείλονται σε ιούς και βακτήρια. Τι είναι καλό να γνωρίζετε;
Aπό τη Νικολέτα Γιαννοπούλου
Η κατανάλωση ωμών ψαρικών, όπως το σούσι, ο σολομός, η ρέγκα και άλλα ψάρια, στα οποία δεν υπήρξε προηγούμενη θερμική επεξεργασία ή η κάπνισή τους ήταν αποτυχημένη μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση από παράσιτα. Ένα μεγάλο πρόβλημα που παραμονεύει στο θέμα της κατανάλωσης ψαριών είναι τα βαρέα μέταλλα και ιδιαίτερα ο υδράργυρος με τον οποίο τα ψάρια επιβαρύνονται σε θαλάσσιες περιοχές, όπου πέφτουν απόβλητα από μεγάλες βιομηχανίες. Ο υδράργυρος δεν αποβάλλεται από τον οργανισμό κατά τον μεταβολισμό, οπότε είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος.
Η επιλογή και η κατανάλωση λοιπόν, ειδικά των μεγάλων ψαριών που ζουν περισσότερο και αθροίζουν περισσότερα βαρέα μέταλλα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική. Ο τόνος, για παράδειγμα, θεωρείται πολύ πιο «επικίνδυνος» από τη σαρδέλα που δεν προλαβαίνει να αθροίσει μεγάλες ποσότητες βαρέων μετάλλων. Ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος στην κατανάλωση ψαριών είναι οι διοξίνες. Δυστυχώς, στη Βαλτική έχουν εντοπιστεί μεγάλες ποσότητες διοξινών και ειδικά στον σολομό της Βαλτικής.
Στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει συστηματικές μετρήσεις στα ψάρια ανοιχτής θαλάσσης και ιχθυοτροφείων. Μετρήσεις για υπολείμματα PCBS (που είναι οι προάγγελοι των διοξινών) είχαν δείξει ότι ο κουτσομούρες στο λιμάνι του Κερατσινίου ήταν πολύ πιο καθαρές από διοξίνες από ό,τι ο τόνος από την ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου. Κι εδώ πολύ πιο επικίνδυνα λοιπόν είναι τα μεγάλα ψάρια. Όσο μεγαλύτερο είναι το ψάρι, τόσο μεγαλύτερες ποσότητες τροφής έχει καταναλώσει άρα και μεγαλύτερες ποσότητες αυτών των ουσιών συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς του. Οι σαρδέλες δηλαδή που ζουν 1,5 με 2 χρόνια δεν προλαβαίνουν σε αυτό το διάστημα να συσσωρεύσουν μεγάλη ποσότητα διοξινών στους λιπώδεις ιστούς τους.
Συμπέρασμα; Το μικρό ντόπιο, ταπεινό ψαράκι είναι πιο υγιεινό και για πολλούς πολύ πιο νόστιμο.