Επιστημονικές απάτες: Πιο συχνές από όσο νομίζουμε

Επιστημονικές απάτες: Πιο συχνές από όσο νομίζουμε

Παρά τα πρόσφατα σκάνδαλα επιστημονικού λάθους και απάτης, ο ακαδημαϊκός κόσμος φαίνεται να κάνει ακόμη τα στραβά μάτια. Οι απατεώνες επιστήμονες ξεγλιστρούν με μεγάλη ευκολία ακόμα και σήμερα. Και αυτά δεν είναι απλώς ακαδημαϊκά ζητήματα. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ιατρική έρευνα, η απάτη βλάπτει στ’ αλήθεια ανθρώπους.

Επιμέλεια: Σοφία Κροκιδά 

Τα επιστημονικά παραπτώματα φαίνεται να βρίσκονται τελευταία κάτω από το «μικροσκόπιο». Ο πρόεδρος του Στάνφορντ, Marc Tessier-Lavigne, παραιτήθηκε τον περασμένο μήνα μετά από μια σειρά ερευνών που αποκάλυψαν σοβαρά προβλήματα στη δική του επιστημονική έρευνα.

Μία ανεξάρτητη επανεξέταση του έργου του Tessier-Lavigne δεν βρήκε αποδείξεις πως ο ίδιος παραποίησε δεδομένα, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνά του δεν πληρούσε τα πρότυπα «επιστημονικής αυστηρότητας και διαδικασίας» και ότι απέτυχε να διορθώσει τις αναφορές του σε πολλές περιπτώσεις.

Επιπλέον, τον Ιούνιο αποκαλύφθηκε ότι μια υπότροφος στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων του έγκριτου Χάρβαρντ, η Francesca Gino, κατηγορήθηκε ότι είχε παραποιήσει έρευνα σχετικά με την ειλικρίνεια, όσο περίεργο κι αν ακούγεται!

Φυσικά, επιστημονικά παραπτώματα δεν συμβαίνουν μόνο στο Στάνφορντ και το Χάρβαρντ. Από τις σχεδόν 5.500 ανακλήσεις επιστημονικών ερευνών που κατέγραψε το 2022 ο «Retraction Watch», γνωστός εποπτικός ιστότοπος, αλλά και από τις χιλιάδες περιπτώσεις που έχει αναφέρει από την έναρξη λειτουργίας του, η συντριπτική πλειοψηφία περιλαμβάνει ερευνητές σε ιδρύματα που δεν έχουν ούτε κατά διάνοια το «γενεαλογικό δέντρο» του Στάνφορντ και του Χάρβαρντ.

Ο αριθμός των ανακλήσεων που γίνονται κάθε χρόνο αντικατοπτρίζει περίπου το ένα δέκατο των εργασιών που δημοσιεύονται σε κάθε έτος – με άλλα λόγια, μία στις χίλιες έρευνες. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί σημαντικά από περίπου 40 ανακλήσεις το 2000, ξεπερνώντας κατά πολύ την αύξηση του ετήσιου όγκου των εργασιών που δημοσιεύονται.

Οι ανακλήσεις ερευνών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια για δύο βασικούς λόγους:

  • Πρώτον, την έρευνα από εθελοντές που «χτενίζουν» την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία για ανωμαλίες, και,
  • Δεύτερον, την αναγνώριση των μεγαλοεκδοτών ότι τα επιχειρηματικά τους μοντέλα τούς έχουν καταστήσει ευάλωτους σε χαρτοβιομηχανίες και επιστημονικά βιβλιοπωλεία που πωλούν τα πάντα, από συγγραφικά δικαιώματα μέχρι ολόκληρα χειρόγραφα, σε ερευνητές οι οποίοι πρέπει να δημοσιεύσουν για να μη χαθούν.

Οι ερευνητές αυτοί είναι υποχρεωμένοι, κάποιες φορές με σκληρούς όρους, να δημοσιεύουν εργασίες προκειμένου να κερδίσουν και να διατηρήσουν τη δουλειά τους ή να προαχθούν.

Μάλιστα οι κυβερνήσεις κάποιων χωρών προσφέρουν ακόμα και χρηματικά μπόνους για τη δημοσίευση συγκεκριμένων ερευνών. Δεν πρέπει λοιπόν να μας κάνει εντύπωση που κάποιοι επιστήμονες…κλέβουν.

Η περίπτωση Joachim Boldt Γερμανού αναισθησιολόγου

Πάρτε το παράδειγμα του Joachim Boldt – του Γερμανού αναισθησιολόγου, ο οποίος, με 186 ανακλήσεις, βρίσκεται τώρα στην κορυφή του πίνακα κατάταξης του «Retraction Watch» των επιστημόνων με τις περισσότερες ανακληθείσες εργασίες.

Ειδικός στην Ιατρική εντατικής θεραπείας, ο Boldt μελέτησε ένα υποκατάστατο αίματος που χρησιμοποιούνταν σε νοσοκομεία σε όλη την Ευρώπη. Τα αποτελέσματά του, τα οποία δημοσιεύθηκαν μεταξύ του 1990 και του 2009 και αναφέρθηκαν σε διάφορες πηγές ευρέως, έδειχναν ότι το προϊόν – που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στη διατήρηση της αρτηριακής πίεσης και της παροχής οξυγόνου στα κύτταρα σε επαρκή επίπεδα – έσωζε ζωές.

Αφού αποκαλύφθηκε η απάτη και οι ερευνητές ανέλυσαν από την αρχή όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, αφήνοντας έξω τα αποτελέσματα του Boldt, αποδείχθηκε το αντίθετο: το υποκατάστατο αίματος σχετιζόταν με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας και οξείας νεφρικής βλάβης.

Η επικίνδυνη αλήθεια

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι ο αριθμός των ανακλήσεων το 2022 – 5.500 – είναι σχεδόν σίγουρα μια τεράστια υποεκτίμηση του πόσα παραπτώματα και απάτες υπάρχουν εκεί έξω.

Η Retraction Watch υπολογίζει ότι τουλάχιστον 100.000 ανακλήσεις θα έπρεπε να συμβαίνουν κάθε χρόνο. Κι όμως, κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο αριθμός θα έπρεπε να είναι ακόμα μεγαλύτερος.

Δυστυχώς οι επιστήμονες μπορούν να φτάσουν πολύ μακριά προκειμένου να πολεμήσουν τους ισχυρισμούς περί απάτης, γεγονός που συμβάλλει στο να είναι τα ποσοστά ανάκλησης χαμηλότερα απ’ ότι θα έπρεπε.

Τιμωρούν τους υφισταμένους τους που καταγγέλλουν, μερικές φορές κατηγορώντας τους για τις δικές τους παρανομίες. Μηνύουν τους επικριτές. Παρόλο που σπάνια κερδίζουν στα δικαστήρια, η απειλή τέτοιων αγωγών και το κόστος της αντιδικίας, ασκούν σημαντική επίδραση σε όσους θα έκαναν καταγγελία.

Σε μια φρικτή και τραγική υπόθεση του 2006, ένας Μπαγκλαντεσιανός ακαδημαϊκός δολοφόνησε έναν πληροφοριοδότη. Ο ακαδημαϊκός απαγχονίστηκε 17 χρόνια αργότερα.

Επίσης, τα επιστημονικά περιοδικά και οι εκδότες βρίσκουν τρόπους να αγνοούν την κριτική των όσων δημοσιεύουν αφήνοντας λανθασμένες εργασίες χωρίς επισήμανση ότι πρόκειται περί λάθους ή απάτης.

Τα επιστημονικά περιοδικά ενδιαφέρονται περισσότερο να προστατεύσουν τη φήμη τους και τη φήμη των συγγραφέων παρά να διορθώσουν τα όποια λάθη.

Δείτε Επίσης
Νέα μελέτη: Τα άτομα με υψηλότερη νοημοσύνη έχουν ασθενέστερες ηθικές αξίες

Μερικές από τις δημοσιεύσεις του Boldt ανακλήθηκαν μόλις φέτος, δηλαδή πάνω από δέκα χρόνια αφότου θεωρήθηκε αδιαμφισβήτητη η απάτη. Σύμφωνα με στοιχεία και μαρτυρίες ωστόσο, οι διορθώσεις και οι ανακλήσεις δεν θα έπαιρναν πάνω από δύο μήνες.

Τα Πανεπιστήμια δεν έχουν κίνητρο να βγάλουν στη φόρα τα άπλυτά τους, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αφήνονται να ερευνήσουν τα δικά τους.

Πράγματι, αυτός είναι ο νόμος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι επιστήμονες και τα Πανεπιστήμια έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να υπονομεύουν σταθερά τη δύναμη του Γραφείου Ακεραιότητας της Έρευνας της αμερικανικής κυβέρνησης, το οποίο επιβλέπει – αλλά δεν διεξάγει – έρευνες σχετικά με ισχυρισμούς για παραπτώματα σε ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενη έρευνα.

Οι δικηγόροι των Πανεπιστημίων συμβουλεύουν όσους ξέρουν  να μην λένε τίποτα, μια μορφή ακαδημαϊκής «ομερτά» που επιτρέπει στους απατεώνες να ξεγλιστρούν ανενόχλητοι.

Η υπόθεση του Στάνφορντ – όπως την περιέγραψε ο Theo Baker, ο φοιτητής δημοσιογράφος που την αποκάλυψε – αποτελεί την επιτομή όλων αυτών των παραγόντων.

Παρά το γεγονός ότι είχαν επισημανθεί από τον ιστότοπο PubPeer από το 2014, τα προβλήματα στις δημοσιεύσεις του Marc Tessier-Lavigne θα παρέμεναν ουσιαστικά άγνωστα και ίσως να μην είχαν διορθωθεί ποτέ, αν δεν υπήρχε η έρευνα του Baker.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιέζονται να κάνουν περικοπές ή να παραποιούν τα δεδομένα, είναι τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά χρηματοδότησης.

Τον προηγούμενο χρόνο τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ ενέκριναν περίπου το 20% των αιτήσεων για νέες επιχορηγήσεις. Και αυτό είναι μια σημαντική αύξηση σε σχέση με τα τελευταία χρόνια.

Η χρηματοδότηση με σκοπό τον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων για την επιστημονική απάτη θα έπρεπε να αποτελεί ένα λογικό κλάσμα των δολαρίων που δαπανώνται – αντί για απλά εκατομμύρια σε μια «θάλασσα» δεκάδων δισεκατομμυρίων.

Ωστόσο, μέχρι να σταματήσει να εξαρτάται η δημοσίευση εργασιών από την απόκτηση χρηματοδότησης και απασχόλησης, είναι δύσκολο να φανταστούμε να αλλάζουν τα πράγματα δραματικά.

© 2013-2025 womanidol.com. All Rights Reserved.