Το θρυλικό Cap Estel πέρασε στην αυτοκρατορία του ομίλου LVMH

Όπως όλες οι σπουδαίες ιστορίες, έτσι και αυτή του Cap Estel, ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Eze, γνώρισε μια απίστευτη πορεία, από οραματιστές ιδιοκτήτες έως μια αριστοτεχνική αναγέννηση. Εδώ και λίγους μήνες, ο Γάλλος μεγιστάνας Μπερνάρ Αρνό απέκτησε το θρυλικό Cap Estel έναντι 200 εκατ. ευρώ, επεκτείνοντας τη μεσογειακή αυτοκρατορία πολυτελών ξενοδοχείων του ομίλου LVMH.
από τη Μαρία Καλοπούλου
Φωτογραφίες: cap-estel.hotelsfrenchriviera.com, www.capestel.com
Ήταν ο Frank Harris, ένας Ιρλανδός συγγραφέας, εκδότης και στενός φίλος του Όσκαρ Ουάιλντ, που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά αυτή τη λωρίδα γης στην άκρη του Eze-Bord-de-Mer, που βρέχεται από τη θάλασσα της Μεσογείου και χαϊδεύεται από τον ορίζοντα.

Από το 1900 και μετά, τα παλιά χοιροστάσια μετατράπηκαν σε ένα πολυτελές καταφύγιο για πλούσιους Αμερικανούς που συνέρρεαν στη Γαλλική Ριβιέρα για να απολαύσουν το ήπιο χειμερινό της κλίμα.
Έπειτα, ήταν η σειρά της Κόμισσας Mery de la Canorgue να δημιουργήσει τους πλούσιους κήπους του ξενοδοχείου, διακοσμημένους με τεράστιους φίκους, το βοτανικό σήμα κατατεθέν του Cap Estel. Κάποτε ανήκε στην Rose Angeline Levieuze, ερωμένη του Κόμη Σεργκέι, ενός από τους τελευταίους Στρογκανόφ.

Το 1923 περιήλθε στα χέρια του Αντρέα Εμπειρίκου, κληρονόμου μιας από τις παλαιότερες οικογένειες εφοπλιστών της Ελλάδας και οδηγού αγωνιστικών αυτοκινήτων.
Μόλις στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στο τέλος της Γερμανικής κατοχής του κτήματος, το ξενοδοχείο ανέκτησε τελικά την αίγλη του, καθιστώντας το, υπό την αιγίδα του Robert Squarciafichi, ξενοδόχου από το Eze, μια από τις πιο περιζήτητες διευθύνσεις στην Κυανή Ακτή.

Από το 1951 έως το 1993, το Cap Estel ήταν τόπος συνάντησης για τους αστέρες του Χόλιγουντ και της μουσικής σκηνής. Είναι ο τόπος όπου έχουν μείνει από τη Γκρέτα Γκάρμπο, τον Ντέιβιντ Νίβεν και τον Άντονι Κουίν μέχρι τους Rolling Stones και τους U2. Οι Beatles μάλιστα, λέγεται ότι εδώ εμπνεύσθηκαν το τραγούδι τους “Michelle” και γεννήθηκε η μελωδία του.
Ένα καταφύγιο της ευρωπαϊκής κομψότητας, φτιαγμένο για όσους ξέρουν να ζουν «μακριά από τα φώτα». Όλοι οι λαμπεροί συνέρρεαν εδώ. Τα πάρτι ήταν πολυτελή και οι νύχτες ατελείωτες.

Από τότε, το Cap Estel έχει εξελιχθεί σε ένα είδος μικροσκοπικού παραδείσου, ένα απομονωμένο ξενοδοχείο κρυμμένο σε μια καταπράσινη όαση περιτριγυρισμένη από κήπους με τριανταφυλλιές και μεσογειακά φυτά και στολισμένη με καταρράκτες και σιντριβάνια.
Η κεντρική βίλα εμπνευσμένη από τη Φλωρεντία, με τις ελληνικές κολώνες που μοιάζουν με ναό και βλέπουν στη θάλασσα, φιλοξενεί έναν κρυμμένο κόσμο πολυτέλειας.
Ένα αποκλειστικό καταφύγιο φινέτσας, ηρεμίας και απόλαυσης

Η Μεσόγειος υπήρξε πάντα το φυσικό του στοιχείο. Όχι για τις παραλίες, αλλά για τη σιωπή της πολυτέλειας που κρύβει. O Bernard Arnault ολοκλήρωσε μια αγορά που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, κι όμως, αποκαλύπτει πολλά για τον τρόπο που σκέφτεται ο άνθρωπος που έχει κάνει τη διακριτικότητα θεμέλιο της ισχύος του.
Ο επικεφαλής της LVMH απέκτησε το Cap Estel, ένα από τα πιο ιδιαίτερα ξενοδοχεία της Γαλλικής Ριβιέρας, στην Èze, ανάμεσα στη Νίκαια και το Μονακό, έναντι 200 εκατομμυρίων ευρώ. Η επένδυση, είναι μια η δήλωση ότι η αληθινή πολυτέλεια δεν φωνάζει· απλώς υπάρχει.

Το Cap Estel εκτείνεται σε μια ιδιωτική χερσόνησο, αγκαλιασμένη από το μεσογειακό φως. Με 20 δωμάτια και σουίτες, δύο πισίνες, γήπεδο τένις και ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας υπό τη διεύθυνση του σεφ Kévin Garcia (πρώην Jules Verne, Παρίσι), δεν χρειάζεται να διαφημιστεί. Η αύρα του αρκεί.
Ο Bernard Arnault χτίζει αθόρυβα μια αυτοκρατορία fine living, που ενώνει μόδα, κρασί, τέχνη και εμπειρία. Μετά τα Cheval Blanc, τα Belmond και τα Bulgari Hotels, και με συμμετοχές στην Orient Express και τη La Résidence de la Pinède, ο δισεκατομμυριούχος της LVMH χαρτογραφεί τη νέα γεωγραφία της πολυτέλειας.

Με προσωπική περιουσία που ξεπερνά τα 149 δισ. ευρώ, ο Arnault αγοράζει τη γοητεία της παλαιάς Ευρώπης, την αύρα του πολιτισμένου πλούτου, τη γαλλική ιδέα της τελειότητας.
Τα ξενοδοχεία του δεν είναι σκηνικά για selfies, αλλά ναοί ιδιωτικότητας. Εκεί, η αρχιτεκτονική, το service και η θέα λειτουργούν σαν ένα ήσυχο brand statement: «Εδώ, το χρήμα έχει γούστο».
Το Cap Estel, με τη διαχρονική του αίγλη, έρχεται να συμπληρώσει αυτή την αφήγηση ένα ακόμη κεφάλαιο στο σχέδιο του ανθρώπου που έχει μετατρέψει τη διακριτικότητα σε στρατηγική δύναμη.

Η εξαγορά δεν είναι αποκομμένη από την επιχειρηματική στρατηγική της LVMH. Η είσοδος σε boutique τοποθεσίες όπως το Cap Estel επιτρέπει στην εταιρεία να δημιουργεί ολοκληρωμένα οικοσυστήματα πολυτέλειας.
Σε αυτό το νέο τοπίο, ο Bernard Arnault επαναπροσδιορίζει τη σχέση της πολυτέλειας με την ευτυχία. Το Cap Estel γίνεται έτσι κάτι παραπάνω από ακίνητο: ένα σύμβολο εποχής, μια επιβεβαίωση ότι η πραγματική δύναμη δεν χρειάζεται να φωνάζει.

Οι επισκέπτες μένουν σε Cheval Blanc, ταξιδεύουν με Orient Express, φορούν Louis Vuitton και πίνουν Moët & Chandon. Πρόκειται για ένα οικονομικό μοντέλο εμπειρίας, όχι προϊόντος και αυτό είναι το μεγάλο στρατηγικό στοίχημα της LVMH.
Το Cap Estel, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το Μονακό, αντιπροσωπεύει τη μετάβαση της πολυτέλειας από το φανταχτερό στο στοχαστικό. Είναι το σημείο όπου ο θόρυβος του πλούτου υποχωρεί και η εμπειρία μιλά από μόνη της.








